μισούμενος

μισούμενος
μῑσούμενος , μισέω
hate
pres part mp masc nom sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Misogyny — Part of a series on Discrimination General forms …   Wikipedia

  • ненавистьникъ — НЕНАВИСТЬНИК|Ъ (9), А с. 1.Тот, кто исполнен ненависти, ненавистник: б҃жии ѿметьникъ. анг҃лъ же ненавистьникъ. ст҃ыхъ гѹбитель. СбТр XII/XIII, 43; аще бо нѣкто ѿ прельстивъ ши(х)сѧ. въстребѹеть поспѣшникъ ѿ ни(х) на ненавистьника нѣкоего. КР 1284 …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • διάφορος — η, ο (AM διάφορος, ον) 1. ανόμοιος, αλλιώτικος 2. ποικίλος, παντοειδής («διάφοροι λόγοι τόν ανάγκασαν να παραιτηθεί») 3. το ουδ. ως ουσ. το διάφορο* αρχ. 1. διφορούμενος, ασαφής 2. ασύμφωνος, εχθρικός («τοῑς οἰκείοις διάφορος καὶ ὑπὸ τῶν ἄλλων… …   Dictionary of Greek

  • μισητός — ή, ό (ΑΜ μισητός, ή, όν) [μισώ] αυτός που επισύρει εναντίον του το μίσος, άξιος μίσους, μισημένος, μισούμενος, απεχθής (α. «την ώρα, όπου εσβηούντο οι μισητοί, τον θεόν ευχαριστούσε», Σολωμ. β. «οὐκ οἶδεν οἷα γλῶσσα μισητῆς κυνός λέξασα»,… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Θέατρο — ΑΡΧΑΙΑ ΤΡΑΓΩΔΙΑ Ένας λαός που έχει έξι πτώσεις και κλίνει τα ρήματά του με χίλιους τρόπους, έχει μια πλήρη, συλλογική και υπερχειλίζουσα ψυχή. Αυτός ο λαός, που δημιούργησε μια τέτοια γλώσσα, χάρισε τον πλούτο της ψυχής του σε όλο το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”